ταλαντοῦχος

ταλαντοῦχος
ταλαντοῦχος
holding the balance
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ταλαντούχος — α, ο / ταλαντοῡχος, ον, ΝΑ, θηλ. και ταλαντούχος Ν νεοελλ. 1. βαθύπλουτος 2. ο προικισμένος με ταλέντο («ταλαντούχος ηθοποιός») αρχ. μτφ. αυτός που κρατά τους δίσκους τού ζυγού, τής ζυγαριάς («Ἄρης... ταλαντοῡχος ἐν μάχῃ δορός», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • ταλαντούχος — α, ο 1. αυτός που έχει πολλά τάλαντα, ο ζάπλουτος, ο βαθύπλουτος. 2. αυτός που έχει ταλέντο, ιδιοφυΐα: Ο νεαρός πιανίστας είναι ταλαντούχος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… …   Dictionary of Greek

  • άξιος — Ποταμός τηςΜακεδονίας με συνολικό μήκος 410 χλμ., από τα οποία τα 80 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος, και λεκάνη απορροής 22.250 τ. χλμ., από τα οποία 2.300 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος. Πηγάζει από το όρος Σκάρδος, στα Α των συνόρων Αλβανίας και… …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από …   Dictionary of Greek

  • Βίνσεντ, Τζιν — (Gene Vincent, Νόρφολκ, Βιρτζίνια 1935 – Νιούχολ, Καλιφόρνια 1970). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αμερικανού τραγουδιστή Βίνσεντ Γιουτζίν Κράντοκ (Vincent Eugene Craddock). Πρωτοπόρος του ροκ εν ρολ, με ένα και μόνο τραγούδι του, το Be Bop A Lula,… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Κέιν, Μάικλ — (Michael Caine, Αγγλία 1933 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Βρετανού ηθοποιού Μορίς Τζόζεφ Μαϊκλγουάιτ (Maurice Joseph Micklewhite). Ο Κ. άλλαξε το επίθετό του όταν είδε το κλασικό φιλμ Ανταρσία του Κέιν, το 1954. Ταλαντούχος, με χαρακτηριστική… …   Dictionary of Greek

  • Κιούμπρικ, Στάνλεϊ — (Stanley Kubrick, Νέα Υόρκη 1928 – Χερτφορντσάιρ, Αγγλία 2000).Αμερικανός σκηνοθέτης και σεναριογράφος του κινηματογράφου. Άρχισε να εργάζεται από 17 ετών ως επαγγελματίας φωτογράφος στο περιοδικό Look, συνέχισε ως σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ (1950)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”